ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ-ΒΩΚΟΣ
Η ζωή και η φυγή του από τα Φύλλα για την Ύδρα (πατρίδα της μητρός του)
Κατά την τοπική παράδοση στο σπίτι, που ο Δημήτριος Βώκος έκτισε πίσω από το ναό της Αγίας Ελεούσης στα Φύλλα, γεννήθηκε από την 3η σύζυγό του, καταγόμενη από την Ύδρα, το έτος 1769 ο γιος του Ανδρέας Βώκος, ο επονομασθείς αργότερα Μιαούλης. Το όνομα τούτο έλαβε είτε εκ πλοίου ονομαζόμενου Μιαούλ, είτε εκ του γνωστού κελεύσματος "μία ούλοι".
Για τα πρώτα έτη της ζωής του ελάχιστα γνωρίζουμε. Οπωσδήποτε όμως ασχολιόταν με το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος κατά την παράδοση τον έπαιρνε μαζί του στην Μπούλμπα (παραλία μεταξύ του Λευκαντίου και του Μπουρτζίου στις εκβολές του ποταμού Λήλαντα). Εκεί προσόρμιζαν τη βάρκα τους και ετοίμαζαν τα απαραίτητα για το ψάρεμα. Ως γιός του Ψαρά δε ήταν γνωστός και έτσι τον γνώριζαν οι συνομήλικοι του.
Οι πιο στενοί του φίλοι ήταν ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ή (Νιανιάκος), ο Μαντάς συγγενής του από τα Φύλλα, ο Χρήστος Ξυγκόγιαννης και ο Μαστροσταμάτης από το Βασιλικό και ο Κωσταράγκος από το Αφράτι.
Όλοι αυτοί έζησαν μέχρι τα βαθιά γεράματα τους και θυμόντουσαν τον Ανδρέα και πολλά για εκείνον παρέδωσαν προφορικώς στους μεταγενέστερους. Διηγείται ο Μαστροσταμάτης ότι κάποτε τον έδειρε ο Ανδρέας, διότι κτύπησα τον φίλο μας Ξυγκόγιαννη, επειδή ο τελευταίος θέλησε στο πανηγύρι της Παναγίας του Βασιλικού θέλησε να χορέψει πρώτος. Ο δε Νιανιάκος διηγείται ότι παραλίγο να τον δείρει και αυτόνεπειδή αγαπούσε την ανεψιά του Ανδρέα αλλά δεν ήθελε να την παντρευτεί.
Στο βιβλίο του Εμμανουήλ Σαγκριώτη "Ευβοϊκά" (τεύχος Α΄σελ.41) διαβάζουμε:
" 'Ο πρεσβύτερος κατά έν ή δύο έτη του Ανδρέου φίλος και εταίρος εξ' Αφρατίου Κωσταράγκος, ο διαπρέψας έπειτα ως αγωνιστής κατά την επανάστασιν και εν Βρυσακίοις υπό τον γυναικάδελφον αυτού Αγγελήν και εν τη Ακροπόλει και αλλαχού υπό τον Κριεζώτην, εν ηλικία 114 ετών αποθανών (τω 1882-1883) διηγείτο ασφαλέστατα, ως άλλοι Τε πολλοί ήκουσαν και ο ζων έτι υιός αυτού κ. Νικόλαος κωσταράγκος, πάντα τα κατά τον Μιαούλην και μάλιστα την εις την παραλίαν της Μπούλμπας συνάντησιν, ότε ητοιμάζετο προς τον φόνον του Γκεζαϊρ μπέη, δεικνύων ακριβώς και που ο φόνος εγένετο, και που το πτώμα εξενεχθέν κατεχώσθη, και που ανευρέθη.
Ο εκ Φύλλων σύγχρονος και συγγενής έπειτα γενόμενος του Ανδρέου, ο ωκύπους Κων/νος Οικονόμου ή Νιανιάκος, όστις και μέχρι εσχάτους γήρατος διετήρησε την ωκυποδίαν, αποθανών το 1869 εκατοντούτης, διηγείτο πολλάκις πάντα τα άλλα, και ότι εφοβείτο τον Ανδρέαν, διότι ερών της ανεψιάς αυτού πολλάκις εκινδύνευσε να δαρή.
Ο εκ Φύλλων επίσης συγγενής του Ανδρέου, Ιωάννης Μαντάς, ο καλούμενος Μωϋσής διά την σοβαρότητα αυτού και την σύνεσιν, πολλής τιμής απολαβών παρά Τε τοις ημετέροις και παρά τοις Οθωμανοίς, μάλιστα δε της ιδιαζούσης των τελευταίων εμπιστοσύνης, μετά την απελευθέρωσιν της Εύβοιας τα αυτά προς τους ειρημένους ωμολόγει, ακούσας Παρά του πατρός και πατά του θείου αυτού Δημ. Μαντά περί του Μιαούλη, ων πολλοί των νυν όντων εγένοντο αυτήκοοι".
Η Τελευταία του όμως πράξη στα Φύλλα, η οποία τον ανάγκασε να εγκαταλείψει για πάντα τη γενέτειρα του και να μην τον ξεχάσουν ποτέ οι συμπατριώτες του, ήταν η ακόλουθη:
Ο αναφερθείς στο ίδιο βιβλίο Χασναντάραγας Γκεζαϊρ Μπέης (ο Μπέης και αγάς της περιοχής του Ληλαντίου) διέμενε πολλές φορές στον παρά τον Λήλαντα ποταμό οικογενειακό κτήμα. Εκεί κάποτε κάλεσε δήθεν για εργασία μερικές γυναίκες από τα Φύλλα και μεταξύ αυτών την νιόπαντρη αδερφή του Δημήτριου Βώκου και θεία του Ανδρέα, την Τσαλπαρίνα. Μία μέρα όμως, ενώ οι γυναίκες εργαζόντουσαν εκκάλεσε την Τσαλπαρίνα στο περίπτερο του Σεραϊου, στο οποίο εκείνη μπήκε χωρίς υποψία και εκείνος ως Αγάς της περιοχής που ήταν πάνω από νόμους, την ανάγκασε να δεχθεί την ικανοποίηση του αχαλίνωτου πάθους του.
Βαρέως φέρουσα τη μεγάλη αυτή προσβολή, μεταβαίνει αμέσως στα Φύλλα,στo σπίτι του αδελφού της Δημητρίου, και κλαίουσα του διηγείται, παρόντος και του Ανδρέα, την απαίσια αυτή πράξη. Ο αδελφός της εξοργίζεται και είναι έτοιμος για εκδίκηση, αλλά τον καθησυχάζει ο γιος του Ανδρέας, ενώ σκέπτεται ο ίδιος να τιμωρήσει τον τούρκο Μπέη.
Έτσι μία φθινοπωρινή μέρα του 1786, αφού ψάρεψε και αγκυροβόλησε τη βάρκα του στη Μπούλμπα, ξεχώρισε τα καλύτερα ψάρια και τα πέρασε σε βούρλο. Τότε παρουσιάσθηκε αιφνιδίως από το πατρικό του κτήμα ο φίλος του Κωσταράγκος και του ζήτησε να του δώσει ένα μέρος από τα εκλεκτά ψάρια, εκείνος αρνηθείς του είπε ότι τα προορίζει για δώρο. Σε ποιόν των ρώτησε. Αργότερα θα μάθεις του είπε ο Ανδρέας. Μετά το διάλογο αυτό ξεκίνησε από την Μπούλμπα για το Τούρκικο κτήμα. Ο Γκεζαϊρ Μπέης καθόταν στο περίπτερο και όταν τον είδε να φέρνει τα ψάρια, χαρούμενος τον κάλεσε να πλησιάσει προς αυτόν.
Ο Ανδρέας εισέρχεται στο περίπτερο και προσφέρει τα εκλεκτά ψάρια στον Μπέη. Και ενώ εκείνος κοιτάζει με προσοχή το ωραίο δώρο, ο γιος του ψαρά, βγάζει το μαχαίρι τον κτυπά στο στήθος και τον φονεύει. Ακολούθως ρίχνει το πτώμα στην πλησίον ευρισκόμενη αμπολή Αρατσιώτισα (διατηρεί το ίδιο όνομα μέχρι σήμερα και είναι ο κεντρικός υδραύλακας που διοχετεύει το νερό από τον ποταμό Λήλα στα αμπέλια του Μύτικα και του Αγίου Νικολάου). Το πτώμα παρεσύρθει από την Αρατσιώτισα και λίγο πιο κάτω από ένα ρήγμα που υπήρχε στο τοίχωμά της το έριξε στον ποταμό Λήλαντα, όπου εκαλύφθει με άμμο και εξηφανίσθει για λίγες ημέρες.
Μετά το φόνο μετέβη στα Φύλλα όσο πιο γρήγορα μπορούσε και τα είπε όλα στον πατέρα του. Φοβούμενοι δε ότι οι διοικούντες θα πράξουν το παν για να ανακαλύψουν το δράστη του φόνου και να τον τιμωρήσουν παραδειγματικά αποφάσισαν να εγκαταλείψουν αμέσως τα Φύλλα. Με βιασύνη ο Δημ.Βώκος αφού συγκέντρωσε όσα πολύτιμα είδη, προερχόμενα κυρίως από πειρατείες, δεν ημπορούσε να πάρει μαζί του τα έκλεισε μέσα σε δύο μεγάλα κιβώτια και τα εμπιστεύθηκε στο φίλο του Μαρμαρά.
Μετά όλα τα μέλη της οικογένειας μεταξύ των οποίων και η Τσαλπαρίνα με το σύζυγο της, κατεβαίνουν στην Μπούλμπα επιβιβάζονται στη βάρκα και διαπεραιώνονται στον Ωρωπό. Από εκεί φθάνουν στον Κάλαμο δια ξηράς όπου παρέμειναν μεν οι άλλοι, ο Ανδρέας όμως με τον πατέρα του μετέβησαν στον Πειραιά και από εκεί στην Ύδρα, η οποία τους ήτο γνωστή και εκ της συγγενείας αλλά και εκ των ναυτικών εργασιών.
Επειδή όμως και εκεί δεν ένοιωθαν ασφαλείς εγκαταστάθηκαν στην αρχή στην μικρή νήσο Δοκό και αργότερα όταν ήλθαν και οι άλλοι συγγενείς εκ Καλάμου, εγκαταστάθηκαν στην Ύδρα.
Οι παραμείναντες στα Φύλλα συγγενείς του Δημητρίου Βώκου και η τύχη της εκεί ακινήτου περιουσίας του.
Όταν οι οικογένεια του Δημήτριου Βώκου αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Φύλλα, παρέμεινε εκεί μόνο ένας πρώτος εξάδελφός του, διότι τους γιους του ο Δημήτριος Βώκος από τις πρώτες συζύγους του είχε τοποθετήσει στην Ύδρα σε ναυτικές εργασίες.
Ο Βώκος αυτός, επειδή δεν ηδύνατο να προφέρει το ρ στη λέξη Κρεμμύδι, ονομάζετο από τους συγχωριανούς του Κεμμύδης. Μετά Δε από το έγκλημα που διέπραξε ο ανεψιός του εξ' αιτίας του φόβου των τούρκων επισημοποίησε το παρώνυμο. Ένα απόγονος του ανωτέρω, ο Αντώνιος Α.Κεμίδης, τον Ιανουάριο του έτους 1974, κατόπιν αιτήσεως του μετονομάσθει δια της υπ' αριθμόν 3830/28-2-74 αποφάσεως Νομαρχίας Ευβοίας σε Βώκος.
Οικία Ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη στα Φύλλα
Το 1/2 του σπιτιού που βρίσκεται πίσω από την εκκλησία της Αγίας Ελεούσας στα Φύλλα και τα δύο στρέμματα αμπέλια εκ των τεσσάρων που είχε λάβει ως προίκα η θεία του Μιαούλη, η Τσαλπαρίνα, κληρονόμησε ο μεγαλύτερος γιός αυτής Παναγιώτης Τσαλπαράς, ο οποίος εγεννήθει και ενημφεύθει στην Ύδρα, αργότερα επειδή διέλυσε το γάμο του, ήρθε μαζί με τους δύο γιούς του και εγκατεστάθει καταρχάς μεν στα Φύλλα, έπειτα Δε στη Χαλκίδα. Τα άλλα δύο στρέμματα εκληρονόμησε ο δεύτερος γιός της Τσαλπαρίνας Ευάγγελος, στον οποίο εδώρησε και ο Ανδρέας το μερίδιο του πατέρα του από το σπίτι και τα αμπέλια.
Επειδή όμως αυτός Παρέμεινε άγαμος, ολόκληρο το σπίτι και τα έξι στρέμματα αμπέλια περιήλθαν στους γιούς του Παναγιώτη Τσαλπαρά, Βασίλειο και Γεώργιο, οι οποίοι άλλαξαν το Τουρκικό πατρικό επώνυμο Τσαλπαράς σε Αθηνάδης. Ο Βασίλειος Αθηνάδης μάλιστα ήταν Γυμνασιάρχης και απέθανε το 1872 στη Χαλκίδα.
Τα δύο αδέλφια επώλησαν τα αμπέλια στην οικογένεια Σεπετή και το σπίτι στον Αντώνιο Ρηγγίνα, που το κληροδότησε στους δύο γιους του Δημήτριο και Ιωάννη, εκ τούτων ο πρώτος εγεννήθει το 1863 και ο δεύτερος το 1867.
Εάν λάβωμε υπόψη μας ότι ο Γυμνασιάρχης Β. Αθηνάδης πέθανε το 1873 και το πρώτο παιδί του Α.Ρηγγίνα εγεννήθει το 1863, είναι λογικό να δεχτούμε πως έγινε η ανωτέρω αγοραπωλησία. Ο Δημήτριος Ρηγγίνας έδωσε το σπίτι ως προίκα στην θυγατέρα του Αναστασία, σύζυγο Β.Κουμιανού, η οποία το επώλησε στην Κοινότητα Φύλλων (και νυν δήμο Ληλαντίων) για να χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο Ιστορικό μνημείο.
Για τις ανωτέρω μεταβιβάσεις υπήρχαν έγγραφα τα οποία είχε η Α.Ρηγγίνα έως το 1952, όπου επεσκεύθει τα Φύλλα η επιμελητής αρχαιοτήτων Εύβοιας δ/νις Ιωάννα Κωνσταντίνου. Τότε θέλησε να ιδεί και το σπίτι που εγεννήθει ο Α.Μιαούλης. Η ιδιοκτήτρια αυτού Α. Ρηγγίνα της είπε: "Ναι αυτό είναι το σπίτι του Ναύαρχου και έχομεν και χαρτιά που το αποδείχνουν".
Με χαρά δε τα έβγαλε από ένα μπαούλο και τα παρέδωσε στην Αρχαιολόγο.
Εκείνη αφού έκανε ένα πρόχειρο έλεγχο είπε: "Πράγματι είναι ακριβές αυτό που είπατε και σας παρακαλώ να μου δώσετε τα έγγραφα, να τα μελετήσω και να γράψω σχετικώς".
Τούτο έγινε, αλλά δυστυχώς τα πολύτιμα αυτά έγγραφα εχάθησαν. Η αρχαιολόγος μετετέθει έγινε έφορος Αρχαιοτήτων και σήμερα είναι συνταξιούχος αλλά εμείς δεν κατορθώσαμε να την συναντήσομε.
Μερικές μαρτυρίες για την καταγωγή του Ανδρέα Μιαούλη
Ο Κ.Α.Γουναρόπουλος στο έργο του "Βιογραφίαι επισήμων ανδρών και αγωνιστών (της Εύβοιας) σελ.361 βιογραφεί τον Ανδρέα Μιαούλη και αναφέρει: Ανδρέας Μιαούλης 1769-1835. Εγεννήθει εις τα φύλλα της εύβοιας του δήμου Χαλκιδέων, οπόθεν ηναγκάσθη υπό των Τουρκικών πιέσεων να καταφύγη εις Ύδραν, και πιθανώς μετήλλαξε το όνομά του από Βώκος εις Μιαούλην…" . Στη σελίδα 377 παραθέτει φωτογραφία του Ναυάρχου με τη λεζάντα: "Ανδρέας Μιαούλης εκ φύλλων Χαλκίδος Ναύαρχος της Ελλάδος".
Το Γερμανικό Εγκυκλοπαιδικό λεξικό BROCKHAUS (Τόμος 9ος Λειψία 1843) με ειδικό άρθρο γράφει: "Μιαούλης (Ανδρέας Βώκος) ναύαρχος του Ελληνικού στόλου, γεννηθείς εν Ευβοία εκ γονέων ταπεινών, ήρχισε την σταδιοδρομία του ως απλός ναύτης... βραδύτερον εγκατέστει εν Ύδρα...".